χαρακωτικός

χαρακωτικός
-η, -ό, Ν
1. (κυρίως στρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή χαρακωμάτων
2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακωτική
η τέχνη τής πρόσκαιρης οχύρωσης μιας περιοχής με χαρακώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακώνω. Το θηλ. χαρακωτική (ενν. τέχνη) μαρτυρείται από το 1872 στον Π. Ξανθάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”